εξανθρακώνω

εξανθρακώνω
[-ώ (ο)] μετ.
1) обезуглероживать; 2) коксовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξανθρακώνω" в других словарях:

  • εξανθρακώνω — (Α ἐξανθρακῶ, όω) καίγοντας κάτι το μεταβάλλω σε άνθρακα, σε κάρβουνο, απανθρακώνω νεοελλ. χημ. αφαιρώ τον άνθρακα που περιέχεται σε μια ουσία …   Dictionary of Greek

  • εξανθράκωμα — το [εξανθρακώνω] 1. το αποτέλεσμα τού εξανθρακώνω 2. χημ. το υπόλειμμα που απομένει από την ξηρά απόσταξη τών λιθανθράκων, το κοκ …   Dictionary of Greek

  • εξανθράκωση — Η κατεργασία απομάκρυνσης του άνθρακα από ένα μεταλλικό προϊόν που βρίσκεται σε κατάσταση στερεή ή σε μορφή τήγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ε. σε στερεή κατάσταση είναι η βιομηχανική παρασκευή του ευήλατου ευρωπαϊκού χυτοσιδήρου, ενώ ε. σε… …   Dictionary of Greek

  • εξανθρακωτήρας — ο [εξανθρακώνω] (τεχν.) συσκευή που χρησιμεύει στην εξανθράκωση κατά κύριο λόγο τών ξύλων …   Dictionary of Greek

  • εξανθρακωτικός — ή, ό [εξανθρακώνω] αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στην εξανθράκωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»